εύκροτος

εύκροτος
εὔκροτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ηχεί, που κροτεί καλά.
επίρρ...
εὐκρότως (Α)
1. με εύηχο, με ηχηρό τρόπο
2. με καλά συγκροτημένο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρότος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὔκροτος — well sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρότως — εὔκροτος well sounding adverbial εὔκροτος well sounding masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκροτον — εὔκροτος well sounding masc/fem acc sg εὔκροτος well sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρότους — εὔκροτος well sounding masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκροτα — εὔκροτος well sounding neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκροτοι — εὔκροτος well sounding masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”